- πλατσουκωτός
- -ή, -ό, Νβλ. πλακουτσωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατσουκωτός — ή, ό αυτός που έγινε πλατύς με πίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλακουτσωτός — και πλατσουκωτός, ή, ό, Ν [πλακουτσώνω] 1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος 2. ο κάπως πλατύς … Dictionary of Greek
φλασκωτός — ή, ό αυτός που έχει το πλατύ σχήμα της φλάσκας (βλ. λ.), πλατσουκωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)